-
1 εὐνή
Aεὐνῆφι, -φιν Od.2.2
, al.:— bed,εὐνῇ ἔνι μαλακῇ Il.9.618
, etc.;ἔβη εἰς εὐνήν Od. 1.427
, etc.;ὄρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2
, al.: in Cret. Prose, .3 εὐναὶ νυμφάων their abode, Il.24.615; of animals,συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει.. εὐνὰς συσί Od.14.14
; lair of a deer, 4.338, Il.11.115; [νεβρὸν] ἐξ εὐνῆφι θορόντα 15.580
; form of a hare, X.Cyn. 6.16; nest, S.Ant. 425; κριοῦ εὐναί, a place in Colchis where the ram of Phrixus rested, A.R.4.116.4 marriage-bed,μεμνημένος οὔτε τι σίτου οὔτ' εὐνῆς Il.24.130
;εὐνῆς ἐπιβήμεναι 9.133
;ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα 14.336
; usu. with some word added to denote this,ἔτλην ἀνέρος εὐνήν 18.433
;ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι Od.4.333
;ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν 10.297
;ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ Il.3.445
, etc.;ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6
;εὐναῖς ἀνανδρώτοισι S.Tr. 109
(lyr.); εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι, E.Med. 1027, Alc. 886 (anap.), El. 720 (lyr.); without such a word,Διὸς εὐναί Pi.P.2.27
; ἄλλην τιν' εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις; E.Andr. 907, cf. Hipp. 1011; of Pyrrha and Deucalion,ἄτερ εὐνᾶς κτισσάσθαν λίθινον γόνον Pi.O.9.44
; (lyr.).5 one's last bed, the grave,ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί A. Ch. 318
(lyr.);εἰς εὐνὴν πατρός S.El. 436
;Ἄϊδος εὐνάς Epigr.Gr.431
(Antioch.) (so some take Τυφωέος εὐναί in Il.2.783).II pl. εὐναί, stones thrown out from the prow and used as anchors,ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν Il.1.436
, = Od.15.498; ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσσομεν we will let the ships ride at anchor in deep water, Il.14.77;εὐνὰς δ' ἔνθ' ἔβαλον κατὰ βένθεος Q.S.12.346
; even of iron anchors, Sch.Il.1.436.—Rare in early Prose, X.Mem.3.11.8: in pl., Th.Il.cc., Pl.Prt. 321a, R. 415e, Plt. 272a. -
2 ευνη
дор. εὐνά ἥ (эп. gen. sing. и pl. εὐνῆφι(ν);)1) постель, ложе(βαίνειν εἰς εὐνήν и εὐνῆς ἐπιβήμεναι Hom.)
λέχος καὴ εὐνή Hom. — кровать и постель2) место отдохновения, обиталище(θεάων Νυμφάων Hom.)
3) палатка, шатер4) логово, нора(ἐλάφοιο Hom.; τοῦ λαγῶ Xen.)
5) гнездо(ὀρνίθων Soph.)
6) брачное ложе(εὐναὴ ἀνάνδρωτοι Soph.)
7) брачный союз8) место (последнего) упокоения, могила(πατρός Soph.)
9) супруга(ἥ ἐμέ μέλλουσα εὐ. Eur.)
10) pl. (служившие якорями, т.е.) якорные камниἐκ δ΄ εὐνὰς ἔβαλον Hom. — (спутники Телемаха) бросили якорь
См. также в других словарях:
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek